μισανοίγω

μισανοίγω
και μισοανοίγω
1. ανοίγω λίγο ή ανοίγω διστακτικά (α. «μισάνοιξα το παράθυρο, για να μπει λίγο φως» β. «μισάνοιξα τα μάτια»)
2. (για τα φυτά) βρίσκομαι στην αρχή τής βλάστησης, μόλις αρχίζω να βλαστάνω, να βγάζω φύλλα («μισάνοιξαν οι αμυγδαλιές»)
3. (για τα άνθη) αρχίζω να ανοίγω τα πέταλα, αρχίζω να μπουμπουκιάζω («μισανοίγουν τα τριαντάφυλλα»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем написать реферат

Look at other dictionaries:

  • ακρανοίγω — ανοίγω κάτι πολύ λίγο, ελαφρά, μισανοίγω. [ΕΤΥΜΟΛ. < υποκορ. ακρο (ΙΙ) + ανοίγω. ΠΑΡ. ακράνοιγμα, ακράνοιχτος] …   Dictionary of Greek

  • μισ(ο)- — (Μ μισ[ο] ) α συνθετικό λέξεων τής μσν. και νεοελλ. γλώσσας που ανάγεται στο επιθ. μισός και προσδίδει στο β συνθετικό σημασίες ανάλογες με το πρόθημα ημι * (< ἥμισυς): α) το μισό ως προς το ποσό (πρβλ. μισοαδειανός, μισόκιλο) β) κάτι το… …   Dictionary of Greek

  • μισανοιχτός — και μισοανοιχτός και μισανοικτός και μισοανοικτός, ή, ό και μισάνοιχτος και μισάνοικτος, η, ο [μισανοίγω] μισανοιγμένος («μισάνοιχτο παράθυρο») …   Dictionary of Greek

  • παροίγνυμι — και παροίγω Α ανοίγω κάτι στα πλάγια ή ανοίγω λίγο, μισανοίγω («τίς ὁ καλῶν πύλας παροίξας;», Αριστοφ.). [ΕΤΥΜΟΛ. < παρ(α) * + οἴγνυμι / οἴγω «ανοίγω»] …   Dictionary of Greek

  • μισοκλείνω — μισόκλεισα, μισοκλείστηκα, μισοκλεισμένος, μισανοίγω, δεν κλείνω εντελώς: Μισόκλειναν τα μάτια μου από νύστα και κούραση …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”