- μισανοίγω
- και μισοανοίγω1. ανοίγω λίγο ή ανοίγω διστακτικά (α. «μισάνοιξα το παράθυρο, για να μπει λίγο φως» β. «μισάνοιξα τα μάτια»)2. (για τα φυτά) βρίσκομαι στην αρχή τής βλάστησης, μόλις αρχίζω να βλαστάνω, να βγάζω φύλλα («μισάνοιξαν οι αμυγδαλιές»)3. (για τα άνθη) αρχίζω να ανοίγω τα πέταλα, αρχίζω να μπουμπουκιάζω («μισανοίγουν τα τριαντάφυλλα»).
Dictionary of Greek. 2013.